Η άνθισή της αρχίζει από Οκτώβριο και μπορεί να συνεχιστεί εως το Δεκέμβριο.
Η κουμαριά (Arbutus unedo) είναι φυτό με ελάχιστες απαιτήσεις, αναπτύσσεται σε ξηρές και πετρώδεις πλαγιές με καλά αποστραγγιζόμενα και σχετικά όξινα εδάφη. Πλούσιο και βαθύ, το έρπον ριζικό της σύστημα εκμεταλλεύεται την υγρασία του εδάφους, ενώ παράλληλα το προστατεύει από τη διάβρωση. Το ύψος της κυμαίνεται συνήθως από 2–3 μ. αλλά μπορεί να φτάσει έως και 12 μέτρα. Ο φλοιός της είναι καστανόχρωμος, ρυτιδωμένος και τραχύς, χαρακτηρίζεται δε από σφαιρικούς αδενώδεις καρπούς. Έχει φύλλα στιλπνά, σκούρου πράσινου χρώματος, με ωοειδές σχήμα, οδοντωτά, τραχιά και δερματώδη. Τα ερμαφρόδιτα άνθη της είναι συνήθως λευκά ή ωχρόλευκα, κωδωνόσχημα, σχηματίζονται δε σε μικρές ταξιανθίες (τσαμπιά) που γέρνουν προς τα κάτω, ενώ έχουν λεπτό άρωμα μελιού. Στην Ελλάδα συναντώνται τα δύο είδη Arbutus unedo (κουμαριά) και Arbutus andrachne (γλυκοκουμαριά) που ανθίζει την άνοιξη, καθώς και το φυσικό υβρίδιο A. x andrachnoides.
Η ανθοφορία διαρκεί συνήθως τρεις μήνες, από τα μέσα του φθινοπώρου μέχρι τις αρχές του χειμώνα. Οι εδώδιμοι καρποί ωριμάζουν μετά ένα έτος, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, έτσι συνυπάρχουν στο ίδιο δένδρο άνθη και ώριμοι καρποί. Οι καρποί είναι σφαιρικοί, τύπου ράγας, με διάμετρο 15-20 χιλιοστά και περικλείουν πολυάριθμα σπέρματα. Αρχικά έχουν κίτρινο χρώμα το οποίο κατά την ωρίμανση γίνεται βαθυκόκκινο.
Προσφέρει νέκταρ και γύρη, δυναμώνοντας εξαιρετικά τα μελίσσια που επεκτείνουν το γόνο, σε μια κρίσιμη περίοδο πρίν το ξεχειμώνιασμά.
Το μέλι της κουμαριάς, έχει χρώμα σκούρο κίτρινο έως καφέ, η δε γεύση του πικρή και πολύ ιδιαίτερη, που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα μέλια και να θεωρείται «γκουρμέ». Η κυστάλλωση του μελιού είναι πολύ γρήγορη αποκτόντας μια βουτυρένια υφή. Στην υπόπικρη γεύση του οφείλει τη διεθνή ονομασία του ως «bitter honey» (πικρό μέλι). Τα τελευταία χρόνια που υπάρχει ενημέρωση του αγοραστικού κοινού όλο και περισσότεροι καταναλωτές το ζητάνε για δοκιμή και κατανάλωση. Είναι πλούσιο σε ιχνοστοιχεία και βιταμίνες, κάνει καλό στον άνθρωπο και μάλιστα έχει βρεθεί ότι είναι διουρητικό και κατεβάζει την πίεση, κάνει καλό στο κυκλοφορικό άρα και στην καρδιά, αλλά και ταυτόχρονα σαν διουρητικό κάνει καλό στα νεφρά και κατ επέκταση και στον προστάτη.
Μέλι κουμαριάς παράγεται στην Ελλάδα (σε αμιγή μορφή ή ανάμεικτο με ρεικόμελο), την Πορτογαλία, την Ισπανία και σε σημαντικές ποσότητες στη Σαρδηνία, γνωστό ως “Miele di Corbezzolo” (μέλι κουμαριάς), το οποίο θεωρείται το πιο φίνο και σπάνιο μέλι του νησιού.
Οι μελισσοκόμοι αφήνουν το μέλι στις κυψέλες τους για να το φάνε τα μελίσσια που οδεύουν προς ξεχειμώνιασμα. Τα άνθη της κουμαριάς έχουν χρώμα λευκό προς το κρεμ, είναι σε ταξιανθία σαν τσαμπί και έχουν το σχήμα καμπανούλας έτσι η βροχή δεν τα επηρεάζει καθόλου.
Είναι μέλι με υψηλή υγρασία και κάτω απο δυσμενείς συνθήκες μπορεί να οδηγήσει σε ζύμωση με ανεπιθύμητες συνέπειες για τις μέλισσες. Γι αυτό οι μελισσοκόμοι θα πρέπει να αφαιρέσουν ασφράγιστες κηρήθρες με κουμαρόμελο και να διατηρούν τα μελίσσια τους σφιχτά ωστε η ποσότητα του μελιού που εισέρχεται στην κυψέλη να μπορεί να σφραγιστεί άμεσα απο τις μέλισσες.
Πηγές: Η μελισσοκομική χλωρίδα (Δ.Τσέλλιος), melinet.gr, wikipedia.or
Επιμέλεια: melissokomianet.gr