Ταξιδέψαμε μέχρι την ορεινή Πάχνα Λεμεσού για να συναντήσουμε κάτι το εκπληκτικό: ο επαγγελματίας μελισσοκόμος Πανίκος Λεάνδρου διατηρεί στον κήπο του έναν παραδοσιακό πλινθάρινο μελισσιώνα με τζιβέρτια, «ενεργά», με μέλισσες να δουλεύουν ακούραστα. Οι παραδοσιακές του κυψέλες είναι οι ίδιες όχι μόνο με εκείνες που είχαν οι παλιοί μελισσοκόμοι (σύμφωνα με το Τμήμα Γεωργίας μέχρι το 1960 η πλειοψηφία των κυπριακών κυψελών ήταν τα τζιβέρτια), αλλά και με εκείνες που υπήρχαν στην αρχαία Αίγυπτο, τουλάχιστον στη 2η χιλιετηρίδα π.Χ., σύμφωνα με σωζόμενες τοιχογραφίες που μαρτυρούν την πρώτη εμφάνιση της μελισσοκομικής τέχνης. Επικοινωνώντας με το Τμήμα Γεωργίας, ενημερωθήκαμε ότι σήμερα στις ελεύθερες περιοχές, από το σύνολο 51.219 μελισσιών τα 374 βρίσκονται σε τζιβέρτια μερακλήδων μελισσοκόμων.
Το βουητό δυναμώνει
Η ώρα είναι εννέα το πρωί και ο χώρος έξω σφυρίζει από βολίδες μελισσών. Όσο σηκώνεται ο ήλιος και η μέρα λάμπει πιο πολύ, τόσο περισσότερο δυναμώνει το βουητό των μελισσών στον κήπο με τις τριανταφυλλιές. Οι συλλέκτριες μέλισσες μεθούν από την οσμή του νέκταρος, που ρέει όλο και πιο άφθονο στους ανθούς των απέναντι λόγκων, και ορμούν κατά εκατοντάδες, ενώ άλλες τόσες επιστρέφουν με νέκταρ και γύρη. Μετά από τις τελευταίες μέρες βροχών βρήκαν την ευκαιρία να εκτονωθούν, δραπετεύοντας από τον υποχρεωτικό εγκλεισμό που άφησε πίσω τις δουλειές μέσα και έξω από το τζιβέρτι. Όμως το αδιάκριτο πλησίασμά μας, για τις ανάγκες της φωτογράφησης, δημιουργεί παρεμβολές για λίγες στιγμές στην ορμή τους, κι εμείς με τη σειρά μας νιώθουμε ότι περνάμε από «πεδίο βολής».
Ένα μεράκι
Όπως ομολογεί ο ιδιοκτήτης τους, τα τζιβέρτια τα διατηρεί από μεράκι, είναι η ικανοποίηση της εσωτερικής του ανάγκης να θυμάται πώς άρχισε με τη μελισσοκομία. «Από μικρός μου άρεσαν οι μέλισσες. Είχε η μάνα μου. Τα μελίσσια, δηλαδή τους αφεσμούς*, τα έπιανε από τα δέντρα και τα έβαζε μέσα σε τρύπες που είχαν παλιά στους εξωτερικούς τοίχους τα σπίτια. Αργότερα αγόρασε δύο κεραμικά τζιβέρτια από αγγειοπλάστη στο Φοινί και από τότε άρχισα να αγαπώ τις μέλισσες, να τις παρακολουθώ να μπαινοβγαίνουν στο τζιβέρτι και μέρα με τη μέρα το ενδιαφέρον μου και η αγάπη μου για τα μελίσσια συνεχώς μεγάλωνε. Στα 12 μου έπιασα το πρώτο μου μελίσσι. Ήταν πάνω σε ένα δέντρο έξω στα χωράφια. Αφού το μετέφερα μέχρι το σπίτι –και δέχθηκα και μερικά τσιμπήματα στα χέρια και την κοιλιά– το έβαλα μέσα σε ένα τζιβέρτι και καθόμουν με τις ώρες και το παρακολουθούσα που δούλευε. Στη συνέχεια έκανα τα πρώτα μου τζιβέρτια (8-10). Έτσι άρχισα να ασχολούμαι με τη μελισσοκομία. Όταν έγινα 20 χρονών άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τις μέλισσες. Στην αρχή είχα μόνο τζιβέρτια, στη συνέχεια αγόρασα κυψέλες. Σήμερα έχω κυρίως κυψέλες για το επάγγελμά μου, τα τζιβέρτια είναι για το μεράκι. Ειδικά όταν ανθίζουν οι τριανταφυλλιές του κήπου το πηγαινέλα των μελισσών των τζιβερτιών είναι μία εικόνα απερίγραπτη».
Σύγκριση με σύγχρονη κυψέλη
Η παραδοσιακή κυψέλη έχει μειονεκτήματα σε σχέση με τη σύγχρονη-κινητή κυψέλη. Σύμφωνα με το Τμήμα Γεωργίας, η μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κυψέλη, από το 1960 και μετά, συνέβαλε στο να ξεφύγει η κυπριακή μελισσοκομία από μια στασιμότητα που παρατηρούνταν, ως αποτέλεσμα της συντηρητικότητας που επεδείκνυαν μέχρι τότε οι μελισσοκόμοι της Κύπρου (η στασιμότητα είχε εντοπιστεί ήδη από το 1905 και κορυφώθηκε στα 1946, με τον αριθμό των μελισσιών στην Κύπρο να καταγράφει τρομακτική μείωση και να φθάνει σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Τμήματος Δασών μόλις τα 23.170, σε σύγκριση με τα 500.000 μελίσσια που είχαν καταγραφεί το 1896). Οι παραδοσιακές κυψέλες, λόγω της κατασκευής που έχουν, δεν επιτρέπουν τις επιθεωρήσεις αλλά και τις οποιεσδήποτε επεμβάσεις στο μελίσσι. Επίσης ο πληθυσμός σε μία κυψέλη δεν μπορεί να ξεπεράσει τις 20.000 μέλισσες. Όσον αφορά την παραγωγή μελιού, ο κ. Λεάνδρου αναφέρει ότι είναι πολύ λιγότερη στο τζιβέρτι παρά στην κυψέλη. Εντούτοις, τονίζει ότι υπάρχει διαφορετική γεύση και μυρωδιά στο μέλι, κάνοντας κάποιους να ζητούν μόνο μέλι από τζιβέρτι.
Κατασκευή μελισσιώνα
Έχει φτιάξει το μελισσοκομείο του με τα τζιβέρτια, αφού πρώτα επισκέφτηκε και μελέτησε άλλα παρόμοια μελισσοκομεία. Ο δάσκαλός του, ομολογεί, στην τέχνη της κατασκευής και τοποθέτησης του τζιβερτιού, ήταν ο μακαριστός Κυριάκος Ψαράς, από την Επτακώμη της κατεχόμενης Καρπασίας, ο οποίος, εγκατεστημένος μετά το 1974 στο χωριό Πλατανίσκια της επαρχίας Λεμεσού, ήταν μέχρι την προηγούμενη δεκαετία ο τελευταίος μελισσοκόμος της Κύπρου που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά παραδοσιακά τζιβέρτια, και μάλιστα τα κατασκεύαζε ο ίδιος. Και τα τζιβέρτια του κ. Λεάνδρου είναι χωμάτινα, δικής του κατασκευής, όπως διδάχθηκε από τον Ψαρά, σε 5 επάλληλες σειρές των 20 τζιβερτιών. Κάθε τζιβέρτι έχει μήκος 80-82 εκ., διάμετρο 25-30 εκ. και πάχος 2,5 εκ. Μετά την τοποθέτησή τους σε επάλληλες σειρές για την κατασκευή του μελισσιώνα, έκλεισε με αχυροπηλό όλα τα ενδιάμεσα κενά δημιουργώντας έτσι έναν ενιαίο τοίχο με ομαλή πρόσοψη. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορούν να εισχωρούν στο ενδιάμεσο ζωύφια και ο μελισσιώνας διατηρείται καθαρός. Τα τζιβέρτια είναι τοποθετημένα κατάτροχα, δηλαδή με ελαφριά κλίση προς τα κάτω και έξω για να φεύγουν οι ακαθαρσίες. Η κλίση αυτή είναι ευδιάκριτη στην πρόσοψη που έδωσε στον τοίχο ο Πανίκος Λεάνδρου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στο πάνω μέρος του μελισσιώνα έχει στερεώσει κρανία ζώων, το ένα κερασφόρου κλιάρου (τράγου), για προστασία από το κακό μάτι.
Τρύγος με τον μελισσοτρύγη
Ο μελισσιώνας του, όπως και των παλιών μελισσοκόμων, είναι στεγασμένος για να προφυλάσσεται από τις βροχές. Εκεί έχει πρόσβαση και από το μπροστινό μέρος των τζιβερτιών και από πίσω. Έτσι τρυγεί μέλι και από τις δύο πλευρές. Χρησιμοποιεί το καπνιστήρι, το οποίο ηρεμεί τις μέλισσες, το μαχαίρι και τον μελισσοτρύγη. Το τελευταίο είναι μακρύ μεταλλικό εργαλείο, για να φθάνει μέχρι τη μέση του τζιβερτιού και να κόβει τις κηρήθρες που είναι κτισμένες από μπροστά μέχρι πίσω.
Καλή χρονιά φέτος για ένα δύσκολο επάγγελμα
Φέτος, με τις ικανοποιητικές βροχές και την αυξημένη ανθοφορία ευελπιστεί ότι θα είναι καλή η μελισσοκομική χρονιά. Την ίδια ώρα τονίζει ότι οι συνθήκες δεν είναι κάθε χρόνο ευνοϊκές για τον επαγγελματία μελισσοκόμο. Οι χρονιές ανομβρίας που δεν δίνουν μέλι, σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του στην αγορά, δυσανάλογη με την αύξηση των εξόδων (καύσιμα, κυψέλες, εργατικά χέρια κ.ά.), έχουν βαρύ αντίκτυπο στο επάγγελμα, αναγκάζοντας τον Κύπριο μελισσοκόμο να ασχολείται και με άλλες παράλληλες εργασίες για να βγάζει τα προς το ζην.
Τα τζιβέρτια από την εμφάνιση της μελισσοκομικής τέχνης στην αρχαία Αίγυπτο
Το ενδιαφέρον με τα παραδοσιακά τζιβέρτια, η χρήση των οποίων εντοπίζεται και σε άλλες χώρες της περιοχής, είναι ότι μας παραπέμπουν σε κυψέλες της 2ης χιλιετίας π.Χ., που απεικονίζονται σε τοιχογραφίες από την αρχαία Αίγυπτο. Τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα που συνδέονται άμεσα με την τέχνη της μελισσοκομίας στην Κύπρο είναι του Μεσαίωνα (χρονολογούνται μεταξύ 650 και 750 μ.Χ.). Πρόκειται για δύο πήλινα τμήματα κυψελών (οριζόντιες – τζιβέρτια), με μέγιστη διάμετρο 34 και 38 εκατοστά, που ανακαλύφθηκαν επί αγγλοκρατίας σε ανασκαφή στο κατεχόμενο σήμερα Διόριος.
Με βάση τα αρχαιολογικά στοιχεία που υπάρχουν, η μελισσοκομία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γειτονική Αίγυπτο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τοιχογραφίες σε ναούς και τάφους, η παλαιότερη από τις οποίες τοποθετείται στην εποχή της Πέμπτης Δυναστείας, περίπου στα 2450 π.Χ., και ακολουθούν άλλες που ανάγονται στα 2350 π.Χ., 1450 π.Χ. και στα μέσα περίπου του 7ου π.Χ. αι. Οι τοιχογραφίες απεικονίζουν σκηνές μελισσοκομικού τρύγου (συλλογή μελιού) από οριζόντιες δίστομες κυψέλες, παραταγμένες σε σειρές, η μία πάνω στην άλλη. Οι κυψέλες αυτές θυμίζουν τα τζιβέρτια του Πανίκου Λεάνδρου στον κήπο με τις τριανταφυλλιές.
* Αφεσμός: Σμήνος μελισσών το οποίο κατά την άνοιξη, από τον Φεβρουάριο έως τον μήνα Μάιο, είναι δυνατόν να εγκαταλείψει την κυψέλη μαζί με την παλιά βασίλισσα, οδεύοντας προς τη δημιουργία μιας καινούργιας αποικίας. Η σφαίρα από μέλισσες επιλέγει για προσωρινή εγκατάσταση συνήθως κάποιο κλαδί δέντρου ή άλλη προφυλαγμένη θέση. Ο αφεσμός στην Κύπρο λέγεται και «πουλί».